ξεσπόριασμα

ξεσπόριασμα
το, -ατος
το βγάλσιμο, η αφαίρεση σπόρων ή η παραγωγή σπόρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεσπόριασμα — το [ξεσποριάζω] 1. η αφαίρεση τών σπόρων από τον καρπό 2. το τελευταίο στάδιο ανάπτυξης τού καρπού, ο σχηματισμός σπόρων, το σπόριασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”